ξεκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω, ξεκαθάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκαθαρίζω — 1. καθαρίζω κάτι εντελώς 2. καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω 3. ερμηνεύω 4. μτφ. εξοντώνω 5. φρ. α) «ξεκαθαρίζω λογαριασμούς» τακτοποιώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιους β) «ξεκαθαρίζω κάτι στον νου μου» καταλαβαίνω κάτι καλά,… … Dictionary of Greek
ξεκαθαρίζω — ξεκαθάρισα, ξεκαθαρίστηκα, ξεκαθαρισμένος 1. μτβ., καθαρίζω, τακτοποιώ, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω: Ξεκαθαρίσαμε τους λογαριασμούς μας. 2. αμτβ., τακτοποιούμαι, αποσαφηνίζομαι: Μέσα στο καλοκαίρι θα ξεκαθαρίσει η υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
προδιακαθαίρω — Α (μόνο το παθ.) προδιακαθαίρομαι διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω ένα ζήτημα εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακαθαίρω «ξεκαθαρίζω»] … Dictionary of Greek
ξεδιαλύνω — ξεδιάλυνα, ξεδιαλύθηκα, ξεδιαλυμένος 1. ξεκαθαρίζω, αποχωρίζω. 2. μτφ., αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Δεν μπορώ να ξεδιαλύνω τι θέλεις. – Ξεδιαλύνω το όνειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
διαρμίζω — 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω 2. σαρώνω 3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο … Dictionary of Greek
εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek